έδαφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έδαφος | τα | εδάφη |
γενική | του | εδάφους | των | εδαφών |
αιτιατική | το | έδαφος | τα | εδάφη |
κλητική | έδαφος | εδάφη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έδαφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔδαφος. Για τη μεταφορική σημασία: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική terrain[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.ða.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐δα‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέδαφος ουδέτερο
- οποιοδήποτε τμήμα του εξωτερικού μέρους του στερεού φλοιού της Γης (ή άλλου ουράνιου σώματος)
- (συνεκδοχικά) το μέρος οποιασδήποτε επιφάνειας που πατούμε
- ⮡ έπεσε στο έδαφος
- ⮡ χάνω το έδαφος κάτω απ' τα πόδια μου
- η έκταση γης που ανήκει σε κράτος
- ⮡ ελληνικό έδαφος - πάτρια εδάφη
- (μεταφορικά) οι συνθήκες, η βάση για την εξέλιξη δραστηριότητας
- ⮡ υπάρχει γόνιμο έδαφος για συνεργασία και ανάπτυξη
- ⮡ η άποψη αυτή κερδίζει/χάνει έδαφος
Εκφράσεις
επεξεργασία- αφήνω ελεύθερο το έδαφος (σε κάποιους) (για να κάνουν κάτι): επιτρέπω να γίνει κάτι (συνήθως εξαιτίας του ότι απέσυρα κάποιο περιοριστικό όρο), δίνω το δικαίωμα να γίνει κάτι
- διεκδικώ το έδαφος κάποιας περιοχής: διεκδικώ την περιοχή
- δίνω έδαφος σε κάποιον: (μεταφορικά) άθελά μου δημιουργώ ερείσματα για κάποια διεκδίκηση από κάποιον
- ⮡ η δημόσια παραδοχή του για παλαιότερα σφάλματα δίνει έδαφος σε όσους υποστηρίζουν ότι δεν είναι ο κατάλληλος για τη θέση
- κερδίζω (αρκετό/σημαντικό) έδαφος: (μεταφορικά) κάνω πρόοδο (όσον αφορά σε κάποια διεκδίκηση, ψηφοφορία, αγώνα κλπ.)
- ξανακερδίζω το χαμένο έδαφος: (μεταφορικά) επανακάμπτω, ξαναμπαίνω στη διεκδίκηση
- νιώθω το έδαφος να φεύγει κάτω απ' τα πόδια μου: (μεταφορικά, για άνθρωπο): (νιώθω) να χάνω την ισορροπία μου, ζαλίζομαι, νιώθω παντελώς αδύναμος και ανίκανος να σταθώ, (μεταφορικά) (για άνθρωπο): υφίσταμαι έναν ισχυρότατο και απότομο ψυχικό κλονισμό (συνήθως μετά από κάποιο δυσάρεστο νέο)
- παραχωρώ το έδαφος: παραχωρώ την κυριαρχία μίας περιοχής, (μεταφορικά) αποσύρομαι από τη διεκδίκηση για κάτι
- χάνω το έδαφος κάτω απ' τα πόδια μου: (για άνθρωπο): χάνω την ισορροπία μου, ζαλίζομαι, νιώθω παντελώς αδύναμος και αστήρικτος, (μεταφορικά) (για άνθρωπο): αισθάνομαι ότι έχω χάσει κάθε (δεδομένη) υποστήριξη και βοήθεια
- προλειαίνω/προετοιμάζω το έδαφος για κάτι ή κάποιον: (εργάζομαι ώστε να) διευκολύνω την έλευση κάποιου ανθρώπου ή κατάστασης
- γόνιμο/εύφορο έδαφος: γόνιμη/εύφορη επιφάνεια γης
- γόνιμο έδαφος: (μεταφορικά) ομάδα ανθρώπων που, υπό τις περιστάσεις, είναι πρόθυμοι να πεισθούν να συμφωνήσουν σε κάτι ή είναι επιρρεπείς όσον αφορά στην υιοθέτηση μίας ιδέας ή συμπεριφοράς ή την προσβολή από κάτι (π.χ. μία νόσο)
- πρόσφορο έδαφος: (μεταφορικά) περιοχή δραστηριότητας ή τοποθεσία που είναι διαθέσιμη και παρουσιάζει καλές συνθήκες για εκμετάλλευση, (μεταφορικά) ομάδα ανθρώπων που, υπό τις περιστάσεις, είναι πρόθυμοι να πεισθούν να συμφωνήσουν σε κάτι ή είναι επιρρεπείς όσον αφορά στην υιοθέτηση μίας ιδέας
- σαθρό έδαφος: (μεταφορικά) το αντίθετο του πρόσφορο έδαφος
- (τα) πάτρια εδάφη: η πατρίδα ή η χώρα των προγόνων ή τμήματά της
- (τα) πατρώα εδάφη: η χώρα των προγόνων ή τμήματά της
- ανταλλαγή εδαφών: ανταλλαγή (τμημάτων) περιοχών κυριαρχίας (μεταξύ δύο χωρών)
- υποχωρεί το έδαφος: κατεβαίνει η επιφάνεια του εδάφους λόγω καθίζησης ή γεωλογικού φαινομένου
- χάνω έδαφος: (μεταφορικά) μένω πίσω (όσον αφορά σε κάποια διεκδίκηση, ψηφοφορία, αγώνα κλπ.)
- πύραυλος εδάφους-αέρος, εδάφους-εδάφους κλπ.: πύραυλος που εκτοξεύεται από το έδαφος για να πλήξει στόχο στον αέρα, στο έδαφος κλπ. αντίστοιχα.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έδαφος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ έδαφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας