Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προλειαίνω < προ- + λειαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

προλειαίνω

  1. κάνω κάτι λείο από πριν
  2. προετοιμάζω
    προλειαίνω το έδαφος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία