προλειαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπρολειαίνω
- κάνω κάτι λείο από πριν
- προετοιμάζω
- προλειαίνω το έδαφος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προλειαίνω | προλείαινα | θα προλειαίνω | να προλειαίνω | προλειαίνοντας | |
β' ενικ. | προλειαίνεις | προλείαινες | θα προλειαίνεις | να προλειαίνεις | προλείαινε | |
γ' ενικ. | προλειαίνει | προλείαινε | θα προλειαίνει | να προλειαίνει | ||
α' πληθ. | προλειαίνουμε | προλειαίναμε | θα προλειαίνουμε | να προλειαίνουμε | ||
β' πληθ. | προλειαίνετε | προλειαίνατε | θα προλειαίνετε | να προλειαίνετε | προλειαίνετε | |
γ' πληθ. | προλειαίνουν(ε) | προλείαιναν προλειαίναν(ε) |
θα προλειαίνουν(ε) | να προλειαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προλείανα | θα προλειάνω | να προλειάνω | προλειάνει | ||
β' ενικ. | προλείανες | θα προλειάνεις | να προλειάνεις | προλείανε | ||
γ' ενικ. | προλείανε | θα προλειάνει | να προλειάνει | |||
α' πληθ. | προλειάναμε | θα προλειάνουμε | να προλειάνουμε | |||
β' πληθ. | προλειάνατε | θα προλειάνετε | να προλειάνετε | προλειάνετε | ||
γ' πληθ. | προλείαναν προλειάναν(ε) |
θα προλειάνουν(ε) | να προλειάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προλειάνει | είχα προλειάνει | θα έχω προλειάνει | να έχω προλειάνει | ||
β' ενικ. | έχεις προλειάνει | είχες προλειάνει | θα έχεις προλειάνει | να έχεις προλειάνει | ||
γ' ενικ. | έχει προλειάνει | είχε προλειάνει | θα έχει προλειάνει | να έχει προλειάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε προλειάνει | είχαμε προλειάνει | θα έχουμε προλειάνει | να έχουμε προλειάνει | ||
β' πληθ. | έχετε προλειάνει | είχατε προλειάνει | θα έχετε προλειάνει | να έχετε προλειάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν προλειάνει | είχαν προλειάνει | θα έχουν προλειάνει | να έχουν προλειάνει |
|