Ετυμολογία

επεξεργασία
προετοιμάζω < αρχαία ελληνική προετοιμάζω

προετοιμάζω (παθητική φωνή: προετοιμάζομαι)

  1. ενεργώ από πριν όπως πρέπει, προκειμένου να ολοκληρωθεί σωστά ή να έχει αίσια έκβαση μια διαδικασία, ένα γεγονός κ.λπ.
  2. προδιαθέτω, προϊδεάζω

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία