γεγονός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεγονός | τα | γεγονότα |
γενική | του | γεγονότος | των | γεγονότων |
αιτιατική | το | γεγονός | τα | γεγονότα |
κλητική | γεγονός | γεγονότα | ||
όπως «γεγονός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γεγονός < αρχαία ελληνική γεγονός < ουδέτερο της ενεργητικής μετοχής γεγονώς, του παρακειμένου "γέγονα", του γίγνομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝɛ.ɣɔ.ˈnɔs/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γεγονός ουδέτερο
- κάτι που έχει γίνει, που έχει πράγματι συμβεί στο παρελθόν
- ιστορικό γεγονός
- —Έπεσε πάλι το χρηματιστήριο; —Αφού σου λέω, είναι γεγονός!
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γεγονός