γεγωνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | γεγωνός | τὸ | γεγωνόν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | γεγωνοῦ | τοῦ | γεγωνοῦ | ||
δοτική | τῷ/τῇ | γεγωνῷ | τῷ | γεγωνῷ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | γεγωνόν | τὸ | γεγωνόν | ||
κλητική ὦ! | γεγωνέ | γεγωνόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | γεγωνοί | τὰ | γεγωνᾰ́ | ||
γενική | τῶν | γεγωνῶν | τῶν | γεγωνῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | γεγωνοῖς | τοῖς | γεγωνοῖς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | γεγωνούς | τὰ | γεγωνᾰ́ | ||
κλητική ὦ! | γεγωνοί | γεγωνᾰ́ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γεγωνώ | τὼ | γεγωνώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γεγωνοῖν | τοῖν | γεγωνοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγεγωνός, -ός, -όν, συγκριτικός :γεγωνότερος
Πηγές
επεξεργασία- γεγωνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γεγωνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.