Δείτε επίσης: γεγωνός, γεγωνώς, γεγονός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γεγονώς γεγονυῖᾰ τὸ γεγονός
      γενική τοῦ γεγονότος τῆς γεγονυίᾱς τοῦ γεγονότος
      δοτική τῷ γεγονότ τῇ γεγονυίᾳ τῷ γεγονότ
    αιτιατική τὸν γεγονότ τὴν γεγονυῖᾰν τὸ γεγονός
     κλητική ! γεγονώς γεγονυῖᾰ γεγονός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γεγονότες αἱ γεγονυῖαι τὰ γεγονότ
      γενική τῶν γεγονότων τῶν γεγονυιῶν τῶν γεγονότων
      δοτική τοῖς γεγονόσῐ(ν) ταῖς γεγονυίαις τοῖς γεγονόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς γεγονότᾰς τὰς γεγονυίᾱς τὰ γεγονότ
     κλητική ! γεγονότες γεγονυῖαι γεγονότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γεγονότε τὼ γεγονυίᾱ τὼ γεγονότε
      γεν-δοτ τοῖν γεγονότοιν τοῖν γεγονυίαιν τοῖν γεγονότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

γεγονώς, γεγονυῖα, γεγονός (μετοχή ενεργητικού παρακειμένου)

  • μετοχή παρακειμένου (γέγονα) του μεσοπαθητικού ρήματος γίγνομαι
    ἔτεα δύο και δέκα γεγονώς (έχοντας γίνει δώδεκα ετών)
    ἤριζε ἐκποδών γεγονώς (φιλονικούσε επειδή τον απόδιωξαν, τον απομάκρυναν)
    ἐφ' ἡμῶν αὐτῶν γεγονότες (όταν μείναμε μονάχοι)