Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεγονώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
γεγωνός
,
γεγωνώς
,
γεγονός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
γεγον
ώς
ἡ
γεγονυ
ῖᾰ
τὸ
γεγον
ός
γενική
τοῦ
γεγονότ
ος
τῆς
γεγονυ
ίᾱς
τοῦ
γεγονότ
ος
δοτική
τῷ
γεγονότ
ῐ
τῇ
γεγονυ
ίᾳ
τῷ
γεγονότ
ῐ
αιτιατική
τὸν
γεγονότ
ᾰ
τὴν
γεγονυ
ῖᾰν
τὸ
γεγον
ός
κλητική
ὦ
!
γεγον
ώς
γεγονυ
ῖᾰ
γεγον
ός
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
γεγονότ
ες
αἱ
γεγονυ
ῖαι
τὰ
γεγονότ
ᾰ
γενική
τῶν
γεγονότ
ων
τῶν
γεγονυ
ιῶν
τῶν
γεγονότ
ων
δοτική
τοῖς
γεγονό
σῐ
(
ν
)
ταῖς
γεγονυ
ίαις
τοῖς
γεγονό
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
γεγονότ
ᾰς
τὰς
γεγονυ
ίᾱς
τὰ
γεγονότ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
γεγονότ
ες
γεγονυ
ῖαι
γεγονότ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
γεγονότ
ε
τὼ
γεγονυ
ίᾱ
τὼ
γεγονότ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
γεγονότ
οιν
τοῖν
γεγονυ
ίαιν
τοῖν
γεγονότ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυκώς'
όπως «
λελυκώς
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
γεγονώς,
γεγονυῖα
,
γεγονός
(
μετοχή
ενεργητικού
παρακειμένου
)
μετοχή
παρακειμένου
(
γέγονα
)
του μεσοπαθητικού ρήματος
γίγνομαι
⮡
ἔτεα δύο και δέκα
γεγονώς
(έχοντας γίνει δώδεκα
ετών
)
⮡
ἤριζε ἐκποδών
γεγονώς
(φιλονικούσε επειδή τον απόδιωξαν, τον απομάκρυναν)
⮡
ἐφ' ἡμῶν αὐτῶν
γεγονότες
(όταν μείναμε
μονάχοι
)