έτος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έτος | τα | έτη |
γενική | του | έτους | των | ετών |
αιτιατική | το | έτος | τα | έτη |
κλητική | έτος | έτη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔτος < ϝέτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wétos < *wet- (έτος) + *-os
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈe.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐τος
Ουσιαστικό Επεξεργασία
έτος ουδέτερο
- χρονική περίοδος κατά την οποία η γη συμπληρώνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο
- χρονική περίοδος αντίστοιχη με το χρόνο περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο· ισοδυναμεί με 12 μήνες ή 365 μέρες, όμως καθορίζεται συμβατικά από τις ανθρώπινες κοινωνίες και κατά καιρούς διαφέρει
- ↪ σεληνιακό έτος, δίσεκτο έτος
- χρονική περίοδος που σχετίζεται με έναν ετήσιο κύκλο ανθρώπινων δραστηριοτήτων
- ↪ οικονομικό έτος, σχολικό έτος, ακαδημαϊκό έτος
Συνώνυμα Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι Επεξεργασία
Εκφράσεις Επεξεργασία
Επεξεργασία
Σύνθετα Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
έτος
|
Πηγές Επεξεργασία
- έτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- έτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.