Δείτε επίσης: ἔτος, ἐτός, ἑτός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έτος τα έτη
      γενική του έτους των ετών
    αιτιατική το έτος τα έτη
     κλητική έτος έτη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔτος < ϝέτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wétos < *wet- (έτος) + *-os

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐τος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έτος ουδέτερο

  1. χρονική περίοδος κατά την οποία η γη συμπληρώνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο
  2. χρονική περίοδος αντίστοιχη με το χρόνο περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο· ισοδυναμεί με 12 μήνες ή 365 μέρες, όμως καθορίζεται συμβατικά από τις ανθρώπινες κοινωνίες και κατά καιρούς διαφέρει
    ⮡  σεληνιακό έτος, δίσεκτο έτος
  3. χρονική περίοδος που σχετίζεται με έναν ετήσιο κύκλο ανθρώπινων δραστηριοτήτων
    ⮡  οικονομικό έτος, σχολικό έτος, ακαδημαϊκό έτος

Συνώνυμα

επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία