ήλιος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ήλιος | οι | ήλιοι |
γενική | του | ήλιου & ηλίου |
των | ήλιων & ηλίων |
αιτιατική | τον | ήλιο | τους | ήλιους (& ηλίους) |
κλητική | ήλιε | ήλιοι | ||
Όλοι οι τύποι προφέρονται ως δισύλλαβοι (με συνίζηση) εκτός από τους λόγιους τρισύλλαβους ηλίου, ηλίων, ηλίους. | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ήλιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἥλιος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.ʎos/ δισύλλαβο με συνίζηση - συγκρίνετε το τρισύλλαβο ήλιο
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐λιος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ήλιος αρσενικό
- (αστρονομία, συνήθως με κεφαλαίο) το άστρο που δίνει το φως και τη θερμότητα στη γη και στους άλλους πλανήτες (του ηλιακού συστήματος)
- (αστρονομία) κάθε άστρο, δηλαδή κάθε αυτόφωτο ουράνιο σώμα
- (φυτό) το φυτό ηλίανθος
- το φως
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- βγαίνει ο ήλιος: ξημερώνει
- δεν έχει στον ήλιο μοίρα: είναι πολύ δυστυχισμένος
- ήλιος με δόντια: για ηλιόλουστη αλλά παγερή ημέρα
- ηλίου φαεινότερον
- υπό τον ήλιον: στον κόσμο
- ψήνεται στον ήλιο: ζεσταίνεται από τη θερμότητα του ήλιου
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ηλιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ηλιο- στο Βικιλεξικό
- λιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιο- από το ήλιος στο Βικιλεξικό
και
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άστρο
|
το φυτό ηλίανθος
|