Δείτε επίσης: Ήλιος, ἥλιος, Ἥλιος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ήλιος οι ήλιοι
      γενική του ήλιου
& ηλίου
των ήλιων
& ηλίων
    αιτιατική τον ήλιο τους ήλιους
(& ηλίους)
     κλητική ήλιε ήλιοι
Όλοι οι τύποι προφέρονται ως δισύλλαβοι (με συνίζηση)
εκτός από τους λόγιους τρισύλλαβους ηλίου, ηλίων, ηλίους.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ήλιος
ήλιος / ηλίανθος

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi.ʎos/ δισύλλαβο με συνίζηση - συγκρίνετε το τρισύλλαβο ήλιο
τυπογραφικός συλλαβισμός: ήλιος
 

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ήλιος αρσενικό

  1. (αστρονομία, συνήθως με κεφαλαίο) το άστρο που δίνει το φως και τη θερμότητα στη γη και στους άλλους πλανήτες (του ηλιακού συστήματος)
      Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη, (απόσπασμα),   @ebooks.edu.gr
    Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
    την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
    ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
    μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι.
    [μεταγραφή σε μονοτονικό από το]
    Καλότυχοι oἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
    τὴν πίκρα τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίση
    ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήση,
    μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
  2. (αστρονομία) κάθε άστρο, δηλαδή κάθε αυτόφωτο ουράνιο σώμα
  3. (φυτό) το φυτό ηλίανθος
  4. το φως

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ήλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ήλιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)