nap
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nap | naps |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnap (en)
- υπνάκος
- ⮡ I'm going to take a nap.
- Θα πάρω έναν υπνάκο.
- ⮡ I'm going to take a nap.
Πηγές
επεξεργασία
Ουγγρικά (hu)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnap (hu)