Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
nap
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Πηγές
2
Ουγγρικά
(hu)
2.1
Προφορά
2.2
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
nap
naps
Ουσιαστικό
επεξεργασία
nap
(en)
υπνάκος
⮡
I'm going to take a
nap
.
Θα πάρω έναν
υπνάκο
.
Πηγές
επεξεργασία
nap
-
Oxford Learner's Dictionaries
Ουγγρικά
(hu)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
nap
(hu)
ο
ήλιος
η
μέρα