μέρα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μέρα | οι | μέρες |
γενική | της | μέρας | των | μερών |
αιτιατική | τη | μέρα | τις | μέρες |
κλητική | μέρα | μέρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μέρα < αρχαία ελληνική ἡμέρα
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μέρα θηλυκό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- βλέπω άσπρη μέρα: μέρα χαράς, μέρα χωρίς δυσκολίες και στενοχώριες
- δε βλέπω τη μέρα: ανυπομονώ
- η μέρα με τη νύχτα: για ανόμοια ή αντίθετα πράγματα
- κι αύριο μέρα είναι: για κάτι που μπορεί να συνεχιστεί ή να ολοκληρωθεί και την επομένη
- με βρίσκει η μέρα: ξημερώνω
- μέρα μεσημέρι: καταμεσήμερο
- μέρα παρά μέρα: κάθε δεύτερη μέρα
- ※ μέρα παρά μέρα, η Άννα πήγαινε στο ταχυδρομείο. ((Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα]))
- μέρα με τη μέρα
- μετρώ τις μέρες: ανυπομονώ
- μια μέρα και μια μέρα των ημερών: κάποτε
- όσο είναι μέρα: πριν βραδιάσει
ΠαροιμίεςΕπεξεργασία
- η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μέρα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
24 ώρες