μερόνυχτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μερόνυχτο ουδέτερο(πληθυντικός μερόνυχτα)
- μια μέρα και μια νύχτα
- ※ Δυο μερόνυχτα περπατούσαν νηστικοί σε λαγκάδια και βουνά για να γλιτώσουν. (Νίκος Θέμελης, Η αναχώρηση [μυθιστόρημα, 2014])
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μερόνυχτο
→ δείτε τη λέξη ημερονύκτιο |