Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈɾo.ni.xta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ρό‐νυ‐χτα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μερόνυχτα < πληθυντικός του μερόνυχτο

  Επίρρημα επεξεργασία

μερόνυχτα (χρονικό επίρρημα)

  • όλη την μέρα και τη νύχτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μερόνυχτα: κλιτός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μερόνυχτα

  Πηγές επεξεργασία