μερόνυχτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /meˈɾo.ni.xta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρό‐νυ‐χτα
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- μερόνυχτα < πληθυντικός του μερόνυχτο
Επίρρημα επεξεργασία
μερόνυχτα (χρονικό επίρρημα)
- όλη την μέρα και τη νύχτα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μερόνυχτα
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- μερόνυχτα: κλιτός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μερόνυχτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μερόνυχτο
Πηγές επεξεργασία
- μερόνυχτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας