ολημέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολημέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁλημέρα. Από την έκφραση: όλ(η) (εννοείται την) ημέρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.liˈme.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λη‐μέ‐ρα
Επίρρημα επεξεργασία
ολημέρα (χρονικό επίρρημα)
- κατά τη διάρκεια όλης της μέρας, από το πρωί μέχρι το βράδυ
- (κατ’ επέκταση) κάθε μέρα
- ↪ μας λέει τα ίδια ολημέρα, ξανά και ξανά
- ≈ συνώνυμα: καθημερινά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολημέρα
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ολημέρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].