Δείτε επίσης: ὁλημέρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολημέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁλημέρα. Από την έκφραση: όλ(η) (εννοείται την) ημέρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.liˈme.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λη‐μέ‐ρα

  Επίρρημα επεξεργασία

ολημέρα (χρονικό επίρρημα)

  1. κατά τη διάρκεια όλης της μέρας, από το πρωί μέχρι το βράδυ
     συνώνυμα: ολημερίς
     αντώνυμα: οληνύχτα, ολονυχτίς
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε μέρα
    μας λέει τα ίδια ολημέρα, ξανά και ξανά
     συνώνυμα: καθημερινά

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία