Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δύση οι δύσεις
      γενική της δύσης* των δύσεων
    αιτιατική τη δύση τις δύσεις
     κλητική δύση δύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δύση < αρχαία ελληνική δύσις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δύση θηλυκό

  1. η κάθοδος του Ήλιου κάτω από τον ορίζοντα
  2. το γεωγραφικό σημείο όπου συμβαίνει αυτό
  3. το χρονικό σημείο όπου συμβαίνει αυτό
  4. (μεταφορικά) τα τελευταία στάδια ή η παρακμή μιας οντότητας

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία