Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δῠσῐ-, δῠσε-
ονομαστική δύσῐς αἱ δύσεις
      γενική τῆς δύσεως τῶν δύσεων
      δοτική τῇ δύσει ταῖς δύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δύσῐν τὰς δύσεις
     κλητική ! δύσῐ δύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δύσει
γεν-δοτ τοῖν  δυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δύσις < δύω (βυθίζομαι), δυ- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δύσις θηλυκό

  1. η δύση, το βασίλεμα (του ήλιου ή άλλου ουράνιου σώματος)
  2. η δύση (το σημείο του ορίζοντα)

  Πηγές επεξεργασία