βασίλεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βασίλεμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βασίλεμα < βασίλευμα(ν)[1] < αρχαία ελληνική βασιλεύω < βασιλεύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈsi.le.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σί‐λε‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβασίλεμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) δύση
- ※ Μην ανάψεις φωτιά ύστερα από το βασίλεμα και μας βρει καμιά συμφορά. (⌘ Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες - Αριάγνη, 1962 [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) δύση
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βασίλεμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βασίλεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβασίλεμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του βασίλευμαν