Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βασίλεμα τα βασιλέματα
      γενική του βασιλέματος των βασιλεμάτων
    αιτιατική το βασίλεμα τα βασιλέματα
     κλητική βασίλεμα βασιλέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασίλεμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βασίλεμα < βασίλευμα(ν)[1] < αρχαία ελληνική βασιλεύω < βασιλεύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaˈsi.le.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐σί‐λε‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βασίλεμα ουδέτερο

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βασίλεμα ουδέτερο