πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασιλιάς οι βασιλιάδες
      γενική του βασιλιά των βασιλιάδων
    αιτιατική τον βασιλιά τους βασιλιάδες
     κλητική βασιλιά βασιλιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βασιλιάς αρσενικό (θηλυκό βασίλισσα)

  1. (ιστορία) ο κληρονομικός πολιτικός ή/και στρατιωτικός ηγέτης μιας φυλής ή ενός κράτους που κυβερνά μόνος του με απόλυτη εξουσία ή περιστοιχιζόμενος από ένα συμβούλιο ή κοινοβούλιο
      Τον εικοστό αιώνα, οι βασιλιάδες στην Ευρώπη ήταν όλοι συνταγματικοί μονάρχες.
    άλλες μορφές: βασιλέας
     συνώνυμα: μονάρχης και ρήγας, κράλης
  2. (μεταφορικά) που ξεχωρίζει σε έναν τομέα, επειδή έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη ή μεγάλη ισχύ ή πλούτο
      Ο βασιλιάς των ζώων είναι τo λιοντάρι κι ο βασιλιάς των πουλιών είναι ο αετός.
  3. (σκάκι) ένα από τα κομμάτια στο σκάκι
    (για τον «βασιλιά» στα χαρτιά  δείτε τη λέξη ρήγας)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία



    Ετυμολογία

    επεξεργασία

    Ουσιαστικό

    επεξεργασία

    βασιλιάς αρσενικό

    Άλλες μορφές

    επεξεργασία

    Συνώνυμα

    επεξεργασία

    Αναφορές

    επεξεργασία