βασιλιάς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βασιλιάς | οι | βασιλιάδες |
γενική | του | βασιλιά | των | βασιλιάδων |
αιτιατική | τον | βασιλιά | τους | βασιλιάδες |
κλητική | βασιλιά | βασιλιάδες | ||
όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βασιλιάς < αρχαία ελληνική βασιλεύς < πρωτοελληνική *gʷatiléus < προελληνική
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.si.ˈʎas/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βασιλιάς αρσενικό (θηλυκό: βασίλισσα)
- ο κληρονομικός πολιτικός ή/και στρατιωτικός ηγέτης μιας φυλής ή ενός κράτους που κυβερνά μόνος του με απόλυτη εξουσία ή περιστοιχιζόμενος από ένα συμβούλιο ή κοινοβούλιο
- ένα από τα κομμάτια στο σκάκι
- (μεταφορικά) που ξεχωρίζει σε έναν τομέα, επειδή έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη ή μεγάλη ισχύ ή πλούτο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- βασιλικότερος του βασιλιά: λέγεται για κάποιον που εμφανίζεται να υπερασπίζει υπερβολικά μια ιδέα ή ένα αξίωμα πιο πολύ από τους οπαδούς της ή τους κατόχους του αξιώματος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βασιλιάς