αντιβασιλιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντιβασιλιάς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιβασιλεύς < ἀντί + αρχαία ελληνική βασιλεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντιβασιλιάς αρσενικό (θηλυκό αντιβασίλισσα)
- που κατέχει την αντιβασιλεία και την ασκεί