πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονάρχης οι μονάρχες
      γενική του μονάρχη των μοναρχών
    αιτιατική τον μονάρχη τους μονάρχες
     κλητική μονάρχη μονάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονάρχης αρσενικό

  1. (πολιτική) άρχοντας, βασιλιάς, ηγεμόνας
  2. (έντομο) είδος πεταλούδας

Σημειώσεις

επεξεργασία
Χρησιμοποιείται αντί του «βασιλιάς» για μια περισσότερο επιστημονική και σοβαρή χροιά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία