Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονάρχης οι μονάρχες
      γενική του μονάρχη των μοναρχών
    αιτιατική τον μονάρχη τους μονάρχες
     κλητική μονάρχη μονάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονάρχης < μεσαιωνική ελληνική μονάρχης < αρχαία ελληνική μόναρχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈnaɾ.çis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονάρχης αρσενικό

  1. (πολιτική) άρχοντας, βασιλιάς, ηγεμόνας
  2. (έντομο) είδος πεταλούδας

Σημειώσεις επεξεργασία

Χρησιμοποιείται αντί του «βασιλιάς» για μια περισσότερο επιστημονική και σοβαρή χροιά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία