Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηγεμόνας οι ηγεμόνες
      γενική του ηγεμόνα των ηγεμόνων
    αιτιατική τον ηγεμόνα τους ηγεμόνες
     κλητική ηγεμόνα ηγεμόνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηγεμόνας < αρχαία ελληνική ἡγεμών < ἡγέομαι / ἡγοῦμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ʝeˈmo.nas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηγεμόνας αρσενικό (θηλυκό: ηγεμονίδα)

  1. αυτός που κυβερνάει με απολυταρχικό τρόπο ένα ανεξάρτητο ή ημιαυτόνομο κράτος
  2. ο επικεφαλής μιας ηγεμονίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία