↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἡγεμων-, ἡγεμον-
ονομαστική ἡγεμών οἱ ἡγεμόνες
      γενική τοῦ ἡγεμόνος τῶν ἡγεμόνων
      δοτική τῷ ἡγεμόν τοῖς ἡγεμόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἡγεμόν τοὺς ἡγεμόνᾰς
     κλητική ! ἡγεμών ἡγεμόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡγεμόνε
γεν-δοτ τοῖν  ἡγεμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡγεμών < ἡγέομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἡγεμών, -όνος αρσενικό


Συγγενικά

επεξεργασία