Δείτε επίσης: Κοίρανος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοίρανος οἱ κοίρανοι
      γενική τοῦ κοιράνου τῶν κοιράνων
      δοτική τῷ κοιράν τοῖς κοιράνοις
    αιτιατική τὸν κοίρανον τοὺς κοιράνους
     κλητική ! κοίρανε κοίρανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοιράνω
γεν-δοτ τοῖν  κοιράνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοίρανος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοίρανος αρσενικό, σπάνια και θηλυκό

  1. (σε περίοδο ειρήνης ή πολέμου) αρχηγός
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 760
    Οὗτοι ἄρ᾽ ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κοίρανοι ἦσαν·
    • Ήσαν αυτοί των Δαναών οι πρώτοι πολεμάρχοι.
      Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    • Αυτοί ήταν ηγεμόνες των Δαναών και αρχηγοί.
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
  2. άρχοντας, κύριος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 106 (105-107)
    «ἐνταυθοῖ νῦν ἧσο σύας τε κύνας τ᾽ ἀπερύκων, | μηδὲ σύ γε ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι | λυγρὸς ἐών, μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ.»
    «Εδώ τώρα ξαπόστασε, σκιάχτρο για τα σκυλιά και τα γουρούνια, | κι άλλη φορά, κακόμοιρε, το αφεντικό μην παίξεις σε ξένους και φτωχούς, | μήπως σε βρει άλλο κακό χειρότερο.»
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1759
    πῶς εἶπας, ἄναξ, κοίραν᾽ Ἀθηνῶν;
    Πώς είπες, της Αθήνας βασιλιά και κύριε;
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
  3. βασιλιάς

Παράγωγα

επεξεργασία