αρχηγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρχηγός | οι | αρχηγοί |
γενική | του | αρχηγού | των | αρχηγών |
αιτιατική | τον | αρχηγό | τους | αρχηγούς |
κλητική | αρχηγέ | αρχηγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρχηγός < αρχαία ελληνική ἀρχηγός < ἄρχω + -ηγός
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρχηγός αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: & αρχηγίνα)
- που αναγνωρίζεται επίσημα ή ανεπίσημα από μια ομάδα ανθρώπων ως ηγέτης, που διευθύνει, που διοικεί
- ο αρχηγός της ποδοσφαιρικής ομάδας φορούσε τη φανέλα με το 10
- τοποθετούνται από το ΚΥΣΕΑ οι νέοι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων
Συγγενικά
επεξεργασία
|