άρχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άρχω < ἄρχω
Ρήμα
επεξεργασίαάρχω, πρτ.: ήρξα, στ.μέλλ.: θα άρξω, αόρ.: ήρξα, παθ.φωνή: άρχομαι
- κυβερνώ, ασκώ εξουσία έχοντας ανώτατο αξίωμα, αρχή
- (μεταφορικά) κυριαρχώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία άρχω
|