Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. άρχομαι, παθητική φωνή του ρήματος άρχω
  2. άρχομαι < αρχαία ελληνική ἄρχομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaɾ.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐χο‐μαι

άρχομαι, μτχ. ενεστ. αρχόμενος (χωρίς άλλους χρόνους)

  1. κυβερνιέμαι, κυριαρχούμαι από κάποιον
  2. (αμετάβατο) ξεκινώ, αρχίζω
    ※  Ἡ νέα μεθόριος, ἀρχομένη ἀπὸ τοῦ Δουνάβεως πρὸς τὰ ἄνω τῆς Τουρτουκάιας, καταλήγει εἰς τὸν Εὔξεινον Πόντον νοτίως τῆς Ἐκρένας. (Συνθήκη του Βουκουρεστίου)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία