Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀρχίζω < ἀρχή

αρχίζω

  1. κάνω αρχή κάποιας πράξης ή έργου, βάζω μπρος, ξεκινώ
  2. είμαι στην αρχή, στο αρχίνημά μου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία