αρχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀρχίζω < ἀρχή
Ρήμα
επεξεργασίααρχίζω
- κάνω αρχή κάποιας πράξης ή έργου, βάζω μπρος, ξεκινώ
- είμαι στην αρχή, στο αρχίνημά μου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρχίζω | άρχιζα | θα αρχίζω | να αρχίζω | αρχίζοντας | |
β' ενικ. | αρχίζεις | άρχιζες | θα αρχίζεις | να αρχίζεις | άρχιζε | |
γ' ενικ. | αρχίζει | άρχιζε | θα αρχίζει | να αρχίζει | ||
α' πληθ. | αρχίζουμε | αρχίζαμε | θα αρχίζουμε | να αρχίζουμε | ||
β' πληθ. | αρχίζετε | αρχίζατε | θα αρχίζετε | να αρχίζετε | αρχίζετε | |
γ' πληθ. | αρχίζουν(ε) | άρχιζαν αρχίζαν(ε) |
θα αρχίζουν(ε) | να αρχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άρχισα | θα αρχίσω | να αρχίσω | αρχίσει | ||
β' ενικ. | άρχισες | θα αρχίσεις | να αρχίσεις | άρχισε | ||
γ' ενικ. | άρχισε | θα αρχίσει | να αρχίσει | |||
α' πληθ. | αρχίσαμε | θα αρχίσουμε | να αρχίσουμε | |||
β' πληθ. | αρχίσατε | θα αρχίσετε | να αρχίσετε | αρχίστε | ||
γ' πληθ. | άρχισαν αρχίσαν(ε) |
θα αρχίσουν(ε) | να αρχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρχίσει | είχα αρχίσει | θα έχω αρχίσει | να έχω αρχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρχίσει | είχες αρχίσει | θα έχεις αρχίσει | να έχεις αρχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρχίσει | είχε αρχίσει | θα έχει αρχίσει | να έχει αρχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρχίσει | είχαμε αρχίσει | θα έχουμε αρχίσει | να έχουμε αρχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρχίσει | είχατε αρχίσει | θα έχετε αρχίσει | να έχετε αρχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρχίσει | είχαν αρχίσει | θα έχουν αρχίσει | να έχουν αρχίσει |
|