begin
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | begin |
γ΄ ενικό ενεστώτα | begins |
αόριστος | began |
παθητική μετοχή | begun |
ενεργητική μετοχή | beginning |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαbegin (en)
Παράγωγα
επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbegin (nl) ουδέτερο