start
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
start | starts |
start (en)
- η αρχή
- το ξεκίνημα
- ⮡ She moved to Thessaloniki for a new start.
- Μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη για ένα καινούριο ξεκίνημα.
- ⮡ She moved to Thessaloniki for a new start.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | start |
γ΄ ενικό ενεστώτα | starts |
αόριστος | started |
παθητική μετοχή | started |
ενεργητική μετοχή | starting |
start (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αρχίζω, ξεκινώ
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ, βάζω εμπρός, ξεκινώ όχημα ή μηχανή
- ⮡ I can not start my car.
- Δεν μπορώ να κινήσω/ξεκινήσω το αυτοκίνητό μου.
- ⮡ just before the train started - λίγο πριν ξεκινήσει το τρένο
- ⮡ I start a car.
- Βάζω εμπρός ένα αυτοκίνητο.
- ⮡ The car’s engine needs to be warmed up in the winter before starting.
- Η μηχανή του αυτοκινήτου πρέπει να προθερμαίνεται το χειμώνα πριν από το ξεκίνημα.
- ≈ συνώνυμα: start up
- ⮡ I can not start my car.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βάζω εμπρός, κάτι αρχίζει να υπάρχει, κάνω κάτι να αρχίσει να υπάρχει
- ⮡ I start a business.
- Βάζω εμπρός μια επιχείρηση.
- ⮡ I start a business.
- (αμετάβατο) κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- start (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- start (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 448-449, 602. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, κινώ, ξεκινώ