Δείτε επίσης: κινῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

κινώ/(κινάω), αόρ.: κίνησα, παθ.φωνή: κινούμαι, μτχ.π.ε.: κινούμενος, π.αόρ.: κινήθηκα

  1. (μεταβατικό) προκαλώ την αλλαγή της θέσης ενός σώματος
      χρησιμοποιεί το μοχλό για να κινήσει το σώμα
  2. (αμετάβατο) ξεκινώ (για να πάω κάπου)
      πρωί πρωί κινήσαμε για τη δουλειά
  3. (μεταβατικό) ξεκινώ
      πήγαινε σε ένα δικηγόρο να κινήσει τις διαδικασίες για την αναγνώριση της κληρονομιάς
      οι αρμόδιοι πρέπει να κινήσουν τον κατάλληλο μηχανισμό για την εκπόνηση της σχετικής μελέτης
  4. (μεταβατικό) προκαλώ
      βρες τι είναι αυτό που τους κινεί το ενδιαφέρον
  5. (μεταβατικό) (μεταφορικά) παρακινώ, ωθώ
      ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες που τον κινούν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • κινώ γη και ουρανό: κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι
  • κινώ τα νήματα: κατευθύνω τις ενέργειες κάποιων, συνήθως παρασκηνιακά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία