κοινό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νό
- ομόηχο: κινώ
- τονικό παρώνυμο: κείνο
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοινό | ||
γενική | του | κοινού | ||
αιτιατική | το | κοινό | ||
κλητική | κοινό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- κοινό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο για την αρχαία ελληνική κοινός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική public[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοινό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, σύνολο ανθρώπων οι οποίοι συνδέονται με χαλαρούς και άτυπους κοινωνικούς δεσμούς, σαφείς όμως ως προς τα ενδιαφέροντα και τους ευρύτερους προσανατολισμούς
- ⮡ απαγορεύεται η είσοδος στο κοινό
- σύνολο ανθρώπων που μετέχουν σε μια κοινωνική ή άλλη δραστηριότητα ή παρακολουθούν ως αναγνώστες, ακροατές, θεατές ή επισκέπτες μια καλλιτεχνική, επιστημονική, αθλητική ή άλλη εκδήλωση
- ⮡ περιοδικό με μεγάλο αναγνωστικό κοινό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- κοινό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακοινό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του κοινός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κοινός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοινό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας