Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpʌblɪk/
 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

public (en)

  1. δημόσιος
  2. που απευθύνεται η αφορά το κοινό (όχι αναγκαστικά national/εθνικός, αφορά και ιδιωτικές εταιρείες πχ public broadcaster/public broadcasting organization συνήθως ιδιωτική εταιρεία, εκτός κι αν αναφέρεται το επίθετο national/εθνικός)
  3. public opinion: η κοινή γνώμη
  4. (πληροφορική) η εφαρμογή που απευθύνεται στο κοινό[1]
  5. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) οντότητα (μεταβλητή, μέθοδος, κλπ.) που έχει ορισθεί μέσα σε κλάση και μπορεί να είναι προσβάσιμη άμεσα και χωρίς περιορισμούς από το υπόλοιπο πρόγραμμα
    → δείτε και τις λέξεις protected και private
    δείτε επίσης: member accessibility στην αγγλική Βικιπαίδεια

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

public (en)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • public στην αγγλική Βικιπαίδεια  



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

public (fr) αρσενικό

le public était enthousiaste - το κοινό ήταν ενθουσιασμένο

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

public (fr) αρσενικό ή θηλυκό

le secteur public - o δημόσιος τομέας

ΕκφράσειςΕπεξεργασία



Ρουμανικά (ro)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

public (ro)

  1. κοινό
    relații cu publicul - οι σχέσεις με το κοινό

ΕκφράσειςΕπεξεργασία



  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. (αγγλικά) public site vs admin site, Writing your first Django app, part 1. Προσπέλαση 2020-04-06