Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλάση οι κλάσεις
      γενική της κλάσης* των κλάσεων
    αιτιατική την κλάση τις κλάσεις
     κλητική κλάση κλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkla.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλά‐ση

  Ετυμολογία 1Επεξεργασία

κλάση < (άμεσο δάνειο) γαλλική classe < λατινική classis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- (καλώ)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κλάση θηλυκό

  1. σύνολο μερικών αντικειμένων ή προσώπων
     συνώνυμα: τάξη, ομάδα
  2. (βοτανική) μονάδα ταξινόμησης, ανώτερη από την τάξη
  3. (στρατιωτικός όρος) το συνόλο των στρατευμένων του ίδιου έτους
  4. (μεταφορικά) μεγάλη ποιότητα ή αξία
    αυτό το ψυγείο είναι πρώτης ενεργειακής κλάσης
  5. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η δομή δεδομένων που χρησιμοποιείται ως πρότυπο μιας ομάδας αντικειμένων που περιέχουν κοινές μεθόδους και ιδιότητες

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Ετυμολογία 2Επεξεργασία

κλάση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλάσις < κλάω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κλάση θηλυκό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία