σπάσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σπάσιμο < σπασ- (< έ-σπασ-α, αόριστος του σπάω) + -ιμο
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈspa.si.mo/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπάσιμο ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του σπάω
- ο διαχωρισμός ενός αντικειμένου σε δύο ή περισσότερα κομμάτια με την επενέργεια μιας εξωτερικής δύναμης
- η ρωγμή
- το κάταγμα
- διασπαστική ενέργεια
- το σπάσιμο της απεργίας
- η παραβίαση μιας δέσμευσης
- ενέργεια ή γεγονός που προκαλεί ενόχληση
- μας έκανε μεγάλο σπάσιμο που δεν ήρθε μαζί μας στο πάρτι
- η αποκρυπτογράφηση
- (μεταφορικά) η συναισθηματική διάλυση