ρωγμή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρωγμή | οι | ρωγμές |
γενική | της | ρωγμής | των | ρωγμών |
αιτιατική | τη | ρωγμή | τις | ρωγμές |
κλητική | ρωγμή | ρωγμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρωγμή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥωγμή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾoɣˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρωγ‐μή
- παλιότερος συλλαβισμός : ρω‐γμή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρωγμή θηλυκό
- η σχισμή που έχει τη μορφή μίας ακανόνιστης γραμμής η οποία εμφανίζεται στην επιφάνεια ενός στερεού σώματος
- ↪ ρωγμές δημιουργήθηκαν σε πολλά σπίτια από το σεισμό
- (μεταφορικά) η διάσπαση ενός συνόλου ή μίας ενότητας
- ↪ υπήρξαν πολλές ρωγμές στη σχέση μας τον τελευταίο καιρό