Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɹæk/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
crack cracks

crack (en)

  1. η ρωγμή, η χαραμάδα
    He is peeking through the crack in the door.
    Κρυφοκοιτάζει από τη χαραμάδα της πόρτας.
  2. τριγμός
  3. το κρακ

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας crack
γ΄ ενικό ενεστώτα cracks
αόριστος cracked
παθητική μετοχή cracked
ενεργητική μετοχή cracking

crack (en)

  1. ραγίζω, σπάω (και μεταφορικά)
  2. (αμετάβατο) σκάω
    The plaster cracked in many places.
    Ο σοβάς έσκασε σε πολλές μεριές.
  3. λύνω (πρόβλημα)
    Ι cracked the problem - έλυσα το πρόβλημα

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

crack (fr) αρσενικό