σπάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπάω < αρχαία ελληνική σπάω / σπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sp(h)ei- (τραβώ)
Ρήμα
επεξεργασίασπάω
- προκαλώ το διαχωρισμό ενός αντικειμένου σε δύο ή περισσότερα κομμάτια εφαρμόζοντας δύναμη
- έσπασα δυο ποτήρια καθώς μετέφερα το δίσκο
- (μεταφορικά) προκαλώ ένα ρήγμα σε ένα σύνολο
- στήθηκε ένας απεργοσπαστικός μηχανισμός για να σπάσει την απεργία
- (μεταφορικά) βάζω τέλος σε μια κατάσταση
- σπάω τη σιωπή
- (για ρεκόρ) καταρρίπτω
- (μεταβατικό) ξεπερνάω ένα όριο
- σπάω το φράγμα του ήχου
- διαχωρίζομαι σε δύο ή περισσότερα τμήματα με την επενέργεια εξωτερικής δύναμης
- το ποτήρι έπεσε κάτω και έσπασε
- (μεταφορικά) υφίσταμαι ένα ρήγμα
- η απεργία δεν έσπασε παρά τις επιθέσεις που δέχτηκε από τον τύπο
- (αργκό) φεύγω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- τη σπάω σε (κάποιον): ενοχλώ κάποιον, με τις ενέργειες ή τα σχόλια μου τον κάνω να αισθανθεί άβολα → δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
- μου την έσπασε μ' αυτά που είπε
- σπάνε τα νερά
Συγγενικά
επεξεργασία- σπασιματική (αργκό, νεολογισμός)
- σπάσιμο
- σπαστικός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπάω | έσπαγα | θα σπάω | να σπάω | σπάζοντας & σπώντας | |
β' ενικ. | σπας | έσπαγες | θα σπας | να σπας | σπάε | |
γ' ενικ. | σπάει | έσπαγε | θα σπάει | να σπάει | ||
α' πληθ. | σπάμε | σπάγαμε | θα σπάμε | να σπάμε | ||
β' πληθ. | σπάτε | σπάγατε | θα σπάτε | να σπάτε | σπάτε | |
γ' πληθ. | σπάνε | έσπαγαν σπάγανε |
θα σπάνε | να σπάνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσπασα | θα σπάσω | να σπάσω | σπάσει | ||
β' ενικ. | έσπασες | θα σπάσεις | να σπάσεις | σπάσε | ||
γ' ενικ. | έσπασε | θα σπάσει | να σπάσει | |||
α' πληθ. | σπάσαμε | θα σπάσουμε | να σπάσουμε | |||
β' πληθ. | σπάσατε | θα σπάσετε | να σπάσετε | σπάστε | ||
γ' πληθ. | έσπασαν σπάσαν(ε) |
θα σπάσουν(ε) | να σπάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπάσει | είχα σπάσει | θα έχω σπάσει | να έχω σπάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπάσει | είχες σπάσει | θα έχεις σπάσει | να έχεις σπάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπάσει | είχε σπάσει | θα έχει σπάσει | να έχει σπάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπάσει | είχαμε σπάσει | θα έχουμε σπάσει | να έχουμε σπάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπάσει | είχατε σπάσει | θα έχετε σπάσει | να έχετε σπάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπάσει | είχαν σπάσει | θα έχουν σπάσει | να έχουν σπάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασπάω, συνηρημένο: σπῶ
- βγάζω (π.χ. το ξίφος από τη θήκη του), τραβώ, αποσπώ
- προχωρώ μπροστά
- μαδώ
- ξεσκίζω
- παρασύρω
- ρουφώ
- αντλώ