αποσπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσπώ < αρχαία ελληνική ἀποσπῶ
Ρήμα
επεξεργασίααποσπώ, παθητικό: αποσπώμαι, παθητική μετοχή: αποσπασμένος
- αποκόπτω, αποχωρίζω
- παίρνω κάτι από κάποιον τραβώντας το ή με τη χρήση πειθούς
- με τις κολακείες κατάφερε να του αποσπάσει ένα μεγάλο ποσό
- τραβώ την προσοχή κάποιου αναγκάζοντάς τον να διακόψει αυτό που έκανε
- έρχεται συνέχεια και με αποσπά
- μη μου αποσπάς την προσοχή
- μετακινώ έναν υπάλληλο προσωρινά σε άλλη θέση που δεν είναι η οργανική του
- έκανα αίτηση να με αποσπάσουν στα κεντρικά