αποκόπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκόπτω < αρχαία ελληνική ἀποκόπτω
Ρήμα
επεξεργασίααποκόπτω (παθητική φωνή: αποκόπτομαι)
- κόβω κάτι χωρίζοντάς το απ’ το υπόλοιπο τμήμα
- (μεταφορικά) χωρίζω, αποχωρίζω
- (παθητικό) αποκόπτομαι: υφίσταμαι αποκοπή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απόκομμα
- αποκομμένος
- αποκοπή
- → δείτε τις λέξεις από και κόβω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκόπτω | απέκοπτα | θα αποκόπτω | να αποκόπτω | αποκόπτοντας | |
β' ενικ. | αποκόπτεις | απέκοπτες | θα αποκόπτεις | να αποκόπτεις | απόκοπτε | |
γ' ενικ. | αποκόπτει | απέκοπτε | θα αποκόπτει | να αποκόπτει | ||
α' πληθ. | αποκόπτουμε | αποκόπταμε | θα αποκόπτουμε | να αποκόπτουμε | ||
β' πληθ. | αποκόπτετε | αποκόπτατε | θα αποκόπτετε | να αποκόπτετε | αποκόπτετε | |
γ' πληθ. | αποκόπτουν(ε) | απέκοπταν αποκόπταν(ε) |
θα αποκόπτουν(ε) | να αποκόπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέκοψα | θα αποκόψω | να αποκόψω | αποκόψει | ||
β' ενικ. | απέκοψες | θα αποκόψεις | να αποκόψεις | απόκοψε | ||
γ' ενικ. | απέκοψε | θα αποκόψει | να αποκόψει | |||
α' πληθ. | αποκόψαμε | θα αποκόψουμε | να αποκόψουμε | |||
β' πληθ. | αποκόψατε | θα αποκόψετε | να αποκόψετε | αποκόψτε | ||
γ' πληθ. | απέκοψαν αποκόψαν(ε) |
θα αποκόψουν(ε) | να αποκόψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκόψει | είχα αποκόψει | θα έχω αποκόψει | να έχω αποκόψει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκόψει | είχες αποκόψει | θα έχεις αποκόψει | να έχεις αποκόψει | έχε αποκομμένο | |
γ' ενικ. | έχει αποκόψει | είχε αποκόψει | θα έχει αποκόψει | να έχει αποκόψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκόψει | είχαμε αποκόψει | θα έχουμε αποκόψει | να έχουμε αποκόψει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκόψει | είχατε αποκόψει | θα έχετε αποκόψει | να έχετε αποκόψει | έχετε αποκομμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αποκόψει | είχαν αποκόψει | θα έχουν αποκόψει | να έχουν αποκόψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποκομμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποκομμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποκομμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποκομμένο |