Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκόπτω < αρχαία ελληνική ἀποκόπτω

  Ρήμα επεξεργασία

αποκόπτω (παθητική φωνή: αποκόπτομαι)

  1. κόβω κάτι χωρίζοντάς το απ’ το υπόλοιπο τμήμα
  2. (μεταφορικά) χωρίζω, αποχωρίζω
  3. (παθητικό) αποκόπτομαι: υφίσταμαι αποκοπή

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία