sever
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | sever |
γ΄ ενικό ενεστώτα | severs |
αόριστος | severed |
παθητική μετοχή | severed |
ενεργητική μετοχή | severing |
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
- αποκόπτω, κόβω κάτι σε δύο κομμάτια· κόβω κάτι
- ξεκόβω, διακόπτω, τερματίζω τελείως μια σχέση ή όλη την επικοινωνία με κάποιον
- ↪ He severed ties with his family.
- Ξέκοψε από την οικογένεια του.
- ↪ They severed diplomatic relations.
- Διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις.
- ↪ He severed ties with his family.
Πηγές επεξεργασία
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sever (sr)
- λατινική γραφή του север
Σλοβακικά (sk) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sever < πρωτοσλαβική sěverъ
Ουσιαστικό επεξεργασία
sever (sk) αρσενικό (πληθυντικός severy)
- ο βορράς
- ↪ na sever - προς τα βόρεια
- ↪ na severe - στον βορρά
- ↪ na sever od Ontária - (προχωρώντας) βόρεια από το Οντάριο
Παράγωγα επεξεργασία
Σλοβενικά (sl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sever < πρωτοσλαβική sěverъ
Ουσιαστικό επεξεργασία
sever (sl)
- ο βορράς
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sever < πρωτοσλαβική sěverъ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sever (en) αρσενικό
- ο βορράς