Ετυμολογία

επεξεργασία

διακόπτω, αόρ.: διέκοψα, παθ.φωνή: διακόπτομαι, μτχ.π.ε.: διακοπτόμενος, π.αόρ.: διακόπηκα, μτχ.π.π.: διακεκομμένος

  1. τερματίζω μόνιμα ή προσωρινά πράξεις ή καταστάσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη
  2. (ειδικότερα) παρεμβαίνω σε μια συζήτηση και διαταράσσω την ομαλή διεξαγωγή της

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία