Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακόπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακόπτω < δια- + κόπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈko.pto/ & /ðʝaˈko.pto/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐κό‐πτω

  Ρήμα επεξεργασία

διακόπτω, αόρ.: διέκοψα, παθ.φωνή: διακόπτομαι, μτχ.π.ε.: διακοπτόμενος, π.αόρ.: διακόπηκα, μτχ.π.π.: διακεκομμένος

  1. τερματίζω μόνιμα ή προσωρινά πράξεις ή καταστάσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη
  2. (ειδικότερα) παρεμβαίνω σε μια συζήτηση και διαταράσσω την ομαλή διεξαγωγή της

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακόπτω < δια- + κόπτω

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία