↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακοπτόμενος η διακοπτόμενη το διακοπτόμενο
      γενική του διακοπτόμενου της διακοπτόμενης του διακοπτόμενου
    αιτιατική τον διακοπτόμενο τη διακοπτόμενη το διακοπτόμενο
     κλητική διακοπτόμενε διακοπτόμενη διακοπτόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακοπτόμενοι οι διακοπτόμενες τα διακοπτόμενα
      γενική των διακοπτόμενων των διακοπτόμενων των διακοπτόμενων
    αιτιατική τους διακοπτόμενους τις διακοπτόμενες τα διακοπτόμενα
     κλητική διακοπτόμενοι διακοπτόμενες διακοπτόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακοπτόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακοπτόμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος διακόπτω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.koˈpto.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐κο‐πτό‐με‐νος & δι‐α‐κο‐πτό‐με‐νος

διακοπτόμενος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



διακοπτόμενος, -η, -ον

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διακοπτόμενος διακοπτομένη τὸ διακοπτόμενον
      γενική τοῦ διακοπτομένου τῆς διακοπτομένης τοῦ διακοπτομένου
      δοτική τῷ διακοπτομέν τῇ διακοπτομέν τῷ διακοπτομέν
    αιτιατική τὸν διακοπτόμενον τὴν διακοπτομένην τὸ διακοπτόμενον
     κλητική ! διακοπτόμενε διακοπτομένη διακοπτόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διακοπτόμενοι αἱ διακοπτόμεναι τὰ διακοπτόμεν
      γενική τῶν διακοπτομένων τῶν διακοπτομένων τῶν διακοπτομένων
      δοτική τοῖς διακοπτομένοις ταῖς διακοπτομέναις τοῖς διακοπτομένοις
    αιτιατική τοὺς διακοπτομένους τὰς διακοπτομένᾱς τὰ διακοπτόμεν
     κλητική ! διακοπτόμενοι διακοπτόμεναι διακοπτόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διακοπτομένω τὼ διακοπτομέν τὼ διακοπτομένω
      γεν-δοτ τοῖν διακοπτομένοιν τοῖν διακοπτομέναιν τοῖν διακοπτομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές