↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεχόμενος η συνεχόμενη το συνεχόμενο
      γενική του συνεχόμενου της συνεχόμενης του συνεχόμενου
    αιτιατική τον συνεχόμενο τη συνεχόμενη το συνεχόμενο
     κλητική συνεχόμενε συνεχόμενη συνεχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεχόμενοι οι συνεχόμενες τα συνεχόμενα
      γενική των συνεχόμενων των συνεχόμενων των συνεχόμενων
    αιτιατική τους συνεχόμενους τις συνεχόμενες τα συνεχόμενα
     κλητική συνεχόμενοι συνεχόμενες συνεχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεχόμενος < αρχαία ελληνική συνεχόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συνέχω < σύν + ἔχω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contigu[1] [2])

συνεχόμενος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. συνεχόμενοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. συνεχόμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας