συνεχόμενα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνεχόμενα < συνεχόμενος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
συνεχόμενα
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνεχόμενα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
συνεχόμενα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συνεχόμενος