Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασπώ < αρχαία ελληνική διασπάω / διασπῶ < διά + σπάω / σπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sp(h)ei- (τραβώ)

  Ρήμα επεξεργασία

διασπώ (παθητική φωνή: διασπώμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία