διάσπαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάσπαση | οι | διασπάσεις |
γενική | της | διάσπασης* | των | διασπάσεων |
αιτιατική | τη | διάσπαση | τις | διασπάσεις |
κλητική | διάσπαση | διασπάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασπάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάσπαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάσπαση θηλυκό
- ο χωρισμός (ενός όλου) σε μερικά κομμάτια
- η αποχώρηση του βουλευτή απ' το κόμμα μαζί με τους υποστηρικτές του ήταν αναμενόμενη εδώ και καιρό, καθώς και η συνακόλουθη διάσπαση του κόμματος
- (χημεία) η διάλυση ενός σύνθετου μορίου και η εμφάνιση απλούστερων
- η διάσπαση του μορίου του νερού σε υδρογόνο και οξυγόνο επιτυγχάνεται με ηλεκτρόλυση
- ≈ συνώνυμα: αποσύνθεση
- ≠ αντώνυμα: σύνθεση
- η διάσπαση του μορίου του νερού σε υδρογόνο και οξυγόνο επιτυγχάνεται με ηλεκτρόλυση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διάσπαση