split
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
split | splits |
split (en)
- η διάσπαση
- ⮡ At the last moment, the split of the party was averted.
- Την τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε η διάσπαση του κόμματος.
- ⮡ At the last moment, the split of the party was averted.
Εκφράσεις
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | split |
γ΄ ενικό ενεστώτα | splits |
αόριστος | splitted |
παθητική μετοχή | splitted |
ενεργητική μετοχή | splitting |
split (en)