split
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | split |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | splits |
αόριστος | split |
παθητική μετοχή | split |
ενεργητική μετοχή | splitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
split (en)
ενεστώτας | split |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | splits |
αόριστος | split |
παθητική μετοχή | split |
ενεργητική μετοχή | splitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
split (en)