split
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
split | splits |
split (en)
- η διάσπαση
- ⮡ At the last moment, the split of the party was averted.
- Την τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε η διάσπαση του κόμματος.
- ⮡ At the last moment, the split of the party was averted.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | split |
γ΄ ενικό ενεστώτα | splits |
αόριστος | splitted |
παθητική μετοχή | splitted |
ενεργητική μετοχή | splitting |
split (en)
- διασπώ
- επιμερίζω, μοιράζω
- ⮡ When you travel with friends, you can always split the cost.
- Όταν ταξιδεύετε με φίλους, μπορείτε πάντα να επιμερίζετε το κόστος.
- Όταν ταξιδεύεις με φίλους, μπορείτε πάντα να μοιάζεστε το κόστος.
- ⮡ When you travel with friends, you can always split the cost.