μοιράζω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μοιράζω < ελληνιστική κοινή μοιράζω < αρχαία ελληνική μοιράω / μοιρῶ < μοῖρα < μείρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
μοιράζω (παθητική φωνή: μοιράζομαι)
- διαιρώ κάτι σε κομμάτια και τα δίνω σε διαφορετικούς ανθρώπους (πιθανόν να παίρνω κι εγώ μερίδιο)
- μοιράζω το μήλο σε τέσσερα κομμάτια
- να μοιράσουμε τη δουλειά για να τελειώσουμε γρηγορότερα;
- διανέμω μια ποσότητα αντικειμένων σε πολλούς αποδέκτες
- θα μοιράσουν τα βιβλία στους μαθητές πριν τον αγιασμό
- ο διανομέας μοιράζει τα γράμματα
- προσφέρω κάτι σε πολλούς άλλους ανθρώπους
- πρόσεχε τους απατεώνες, κανείς δε μοιράζει λεφτά
- (σε χαρτοπαίγνιο) έχοντας ανακατέψει την τράπουλα, δίνω στον κάθε παίκτη ένα συγκεκριμένο αριθμό φύλλων
Επεξεργασία
- αδερφομοιρασιά
- αδερφομοίρασμα
- αδικομοιρασμένος
- αμοίραστα
- αμοίραστος
- απομοιράζω
- ασυμμοίραστος
- → δείτε τη λέξη διαμοιράζω
- ισομοιράζω
- καλομοιρασμένος
- μοιράσι
- μοιρασιά
- μοίρασμα
- μοιρασμένος
- μοιρασμός
- μοιρασοχάρτι
- μοιραστής
- μοιραστικός
- μοιραστός
- μοιράστρα
- κακομοιρασμένος
- ξαναμοιράζω
- ξαναμοίρασμα
- ξαναμοιρασμένος
- ψυχομοιρασιά
- → δείτε τη λέξη μοίρα
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μοιράζω | μοίραζα | θα μοιράζω | να μοιράζω | μοιράζοντας | |
β' ενικ. | μοιράζεις | μοίραζες | θα μοιράζεις | να μοιράζεις | μοίραζε | |
γ' ενικ. | μοιράζει | μοίραζε | θα μοιράζει | να μοιράζει | ||
α' πληθ. | μοιράζουμε | μοιράζαμε | θα μοιράζουμε | να μοιράζουμε | ||
β' πληθ. | μοιράζετε | μοιράζατε | θα μοιράζετε | να μοιράζετε | μοιράζετε | |
γ' πληθ. | μοιράζουν(ε) | μοίραζαν μοιράζαν(ε) |
θα μοιράζουν(ε) | να μοιράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μοίρασα | θα μοιράσω | να μοιράσω | μοιράσει | ||
β' ενικ. | μοίρασες | θα μοιράσεις | να μοιράσεις | μοίρασε | ||
γ' ενικ. | μοίρασε | θα μοιράσει | να μοιράσει | |||
α' πληθ. | μοιράσαμε | θα μοιράσουμε | να μοιράσουμε | |||
β' πληθ. | μοιράσατε | θα μοιράσετε | να μοιράσετε | μοιράστε | ||
γ' πληθ. | μοίρασαν μοιράσαν(ε) |
θα μοιράσουν(ε) | να μοιράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μοιράσει | είχα μοιράσει | θα έχω μοιράσει | να έχω μοιράσει | ||
β' ενικ. | έχεις μοιράσει | είχες μοιράσει | θα έχεις μοιράσει | να έχεις μοιράσει | ||
γ' ενικ. | έχει μοιράσει | είχε μοιράσει | θα έχει μοιράσει | να έχει μοιράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μοιράσει | είχαμε μοιράσει | θα έχουμε μοιράσει | να έχουμε μοιράσει | ||
β' πληθ. | έχετε μοιράσει | είχατε μοιράσει | θα έχετε μοιράσει | να έχετε μοιράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μοιράσει | είχαν μοιράσει | θα έχουν μοιράσει | να έχουν μοιράσει |
|