Ετυμολογία

επεξεργασία
μοιράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοιράζω ή από την ελληνιστική κοινή < αρχαία ελληνική μοιράω / μοιρῶ < αρχαία ελληνική μοῖρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈɾa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοι‐ρά‐ζω

μοιράζω, αόρ.: μοίρασα, παθ.φωνή: μοιράζομαι, π.αόρ.: μοιράστηκα, μτχ.π.π.: μοιρασμένος

  1. διαιρώ κάτι σε κομμάτια και τα δίνω σε διαφορετικούς ανθρώπους (πιθανόν να παίρνω κι εγώ μερίδιο)
    ⮡  Μοιράζω το μήλο σε τέσσερα κομμάτια.
    ⮡  Η πρωτοχρονιάτικη πίτα μοιράστηκε σε οχτώ κομμάτια.
    ⮡  Να μοιράσουμε τη δουλειά για να τελειώσουμε γρηγορότερα;
  2. διανέμω μια ποσότητα αντικειμένων σε πολλούς αποδέκτες
    ⮡  Θα μοιράσουν τα βιβλία στους μαθητές πριν τον αγιασμό.
    ⮡  Φέτος τα βιβλία άργησαν να μοιραστούν στους μαθητές.
    ⮡  Ο ταχυδρόμος μοιράζει τα γράμματα.
  3. προσφέρω κάτι σε πολλούς άλλους ανθρώπους
    ⮡  Πρόσεχε τους απατεώνες, κανείς δε μοιράζει λεφτά.
  4. (σε χαρτοπαίγνιο) έχοντας ανακατέψει την τράπουλα, δίνω στον κάθε παίκτη ένα συγκεκριμένο αριθμό φύλλων
  5. → δείτε και σημασίες μόνο για την παθητική φωνή μοιράζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε και τη λέξη μοίρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία