deal
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
deal | deals |
deal (en)
- η συμφωνία, ο διακανονισμός, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να αγοράσω ή να κάνω κάτι
- ⮡ Let’s make a deal, you will cook and I will clean the dishes.
- Θα κάνουμε μια συμφωνία, εσύ θα μαγειρέψεις κι εγώ θα πλύνω τα πιάτα.
- ⮡ I sold my house in a private deal.
- Πούλησα το σπίτι μου με ιδιωτική συμφωνία.
- ⮡ The superpowers must come to some sort of deal.
- Πρέπει οι υπερδυνάμεις να έλθουν σε κάποιο είδος διακανονισμού.
- ⮡ I got a good deal on the car.
- Πήρα το αυτοκίνητο σε καλή τιμή.
- ≈ συνώνυμα: agreement και bargain
- ⮡ Let’s make a deal, you will cook and I will clean the dishes.
- (συνήθως ενικός) η μεταχείριση, ο τρόπος που μεταχειρίζεται κάποιος ή κάτι
- ⮡ a fair and square deal - δίκαια και τίμια μεταχείριση
- ⮡ a unfair/raw deal - άδικη/σκληρή μεταχείριση
- (χαρτοπαίγνιο) η σειρά κάποιου να μοιράσει
- ⮡ It’s your deal.
- Είναι η σειρά σου να μοιράζεις.
- ⮡ It’s your deal.
Εκφράσεις
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | deal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deals |
αόριστος | dealt |
παθητική μετοχή | dealt |
ενεργητική μετοχή | dealing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
deal (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μοιράζω την τράπουλα
- ⮡ The dealer dealt the cards.
- Ο ντίλερ μοίρασε τα χαρτιά.
- ⮡ Whose turn is it to deal?
- Ποιανού είναι η σειρά να μοιράσει χαρτιά;
- ⮡ He was dealt four aces.
- Πήρε (στο μοίρασμα) τέσσερις άσσους.
- ⮡ The dealer dealt the cards.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πλασάρω, πουλάω παράνομα ναρκωτικά
- ⮡ They arrested him trying to deal drugs.
- Τον συνέλαβαν να προσπαθεί να πλασάρει ναρκωτικά.
- ⮡ They arrested him trying to deal drugs.