ενικός         πληθυντικός  
phrasal verb phrasal verbs

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

phrasal verb (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση διαφόρων μεταφράσεων που χρησιμοποιήθηκαν στα ελληνικά (ιδίως επίσημων όπως στο Υπουργείο Παιδείας))