σειρά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σειρά | οι | σειρές |
γενική | της | σειράς | των | σειρών |
αιτιατική | τη | σειρά | τις | σειρές |
κλητική | σειρά | σειρές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σειρά < ελληνιστική κοινή
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σειρά θηλυκό
- (τοπική σημασία) ένα σύνολο ομοειδών στοιχείων που έχουν τοποθετηθεί το ένα δίπλα στο άλλο, στη γραμμή
- τακτοποίησε τα ποτήρια μέσα στο ντουλάπι σε δύο σειρές
- σύνολο ομοειδών στοιχείων, τοποθετημένων το ένα πίσω από το άλλο
- σύνδεση σε σειρά: η σύνδεση αντιστάσεων σε ένα κύκλωμα διαδοχικά, σε αντίθεση προς την παράλληλη σύνδεση
- (χρονική σημασία) σύνολο ομοειδών στοιχείων που διαδέχονται το ένα το άλλο
- μια σειρά τραγικών γεγονότων καθόρισε τη ζωή του
- ο συγγραφέας έγραψε εκτός από μυθιστορήματα και μια σειρά από θεατρικά έργα
- (σε κείμενο) η γραμμή, η αράδα
- (τηλεόραση) πρόγραμμα (εκπομπή) με δραματικό ή και κωμικό περιεχόμενο (φανταστική υπόθεση και ήρωες) που συνεχίζεται σε πολλά επεισόδια
- (στρατός) το σύνολο των κληρωτών που καλούνται να παρουσιαστούν για κατάταξη την ίδια περίοδο, η ΕΣΣΟ
- (ως προσφώνηση μεταξύ στρατιωτών, ιδίως μεταξύ αυτών που έχουν καταταχτεί μαζί)
- η θέση που κατέχει κάποιος ή κάτι σε μια διαδοχή
- κάτσε κι εσύ στην ουρά και, όταν έρθει η σειρά σου, θα εξυπηρετηθείς
- η τάξη, η τακτοποίηση πραγμάτων και υποθέσεων
- έχω τόσες υποθέσεις να βάλω σε μια σειρά
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- της σειράς: για κάτι συνηθισμένο, μέτριας ή χαμηλής αξίας