σειρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σειρά | οι | σειρές |
γενική | της | σειράς | των | σειρών |
αιτιατική | τη | σειρά | τις | σειρές |
κλητική | σειρά | σειρές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σειρά < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σειρά (αρχαία σημασία: σκοινί, αλυσίδα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική série και από την (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική serial[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σει‐ρά
- τονικό παρώνυμο: Σύρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασειρά θηλυκό
- (τοπική σημασία) ένα σύνολο ομοειδών στοιχείων που έχουν τοποθετηθεί το ένα δίπλα στο άλλο, στη γραμμή
- ↪ τακτοποίησε τα ποτήρια μέσα στο ντουλάπι σε δύο σειρές
- → δείτε και τη λέξη σερί
- σύνδεση σε σειρά: η σύνδεση αντιστάσεων σε ένα κύκλωμα διαδοχικά, σε αντίθεση προς την παράλληλη σύνδεση
- (χρονική σημασία) ένα σύνολο ομοειδών στοιχείων που διαδέχονται το ένα το άλλο
- ↪ μια σειρά τραγικών γεγονότων καθόρισε τη ζωή του
- ↪ ο συγγραφέας έγραψε εκτός από μυθιστορήματα και μια σειρά από θεατρικά έργα
- → δείτε και τη λέξη σερί
- (σε κείμενο) η γραμμή, η αράδα
- (τηλεόραση) το πρόγραμμα (εκπομπή) με δραματικό ή και κωμικό περιεχόμενο (φανταστική υπόθεση και ήρωες) που συνεχίζεται σε πολλά επεισόδια
- (στρατός) το σύνολο των κληρωτών που καλούνται να παρουσιαστούν για κατάταξη την ίδια περίοδο, η ΕΣΣΟ
- (ως προσφώνηση μεταξύ στρατιωτών, ιδίως μεταξύ αυτών που έχουν καταταχτεί μαζί)
- η θέση που κατέχει κάποιος ή κάτι σε μια διαδοχή
- κάτσε κι εσύ στην ουρά και, όταν έρθει η σειρά σου, θα εξυπηρετηθείς
- η τάξη, η τακτοποίηση πραγμάτων και υποθέσεων
- ↪ έχω τόσες υποθέσεις να βάλω σε μια σειρά
Εκφράσεις
επεξεργασία- της σειράς: για κάτι συνηθισμένο, μέτριας ή χαμηλής αξίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σειρά
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σειρά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- σειρά < ελληνιστική κοινή σειρά (αρχαία σημασία: σκοινί, αλυσίδα)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ τουρκικά: sıra
Ουσιαστικό
επεξεργασίασειρά θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σειρά < → δείτε και τις λέξεις εἴρω και ἀείρω → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασειρά θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σειραῖος
- σειραφόρος
- ...
Πηγές
επεξεργασία- σειρά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σειρά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.